Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Το πιο σπουδαίο είναι να μπορείς να δεις την ευτυχία στο τώρα


Κάποτε υπήρχε ένας βουδιστικός ναός στον οποίο καθημερινά πηγαίναν πολλοί άνθρωποι για να ανάψουν θυμίαμα και να προσευχηθούν στο Βούδα. Στα δοκάρια του μοναστηριού αυτού  μια μοναχική αράχνη είχε στήσει τον ιστό της. Χάρη στις προσευχές των πιστών και το θυμίαμα που πλημμύριζε την ατμόσφαιρα, η αράχνη αυτή είχε αρχίσει να καλλιεργεί την Βουδική της φύση. Μετά από χρόνια άσκησης, η βουδική της φύση ήταν ήδη πολύ καθαρή.

Μια μέρα, ο Βούδας επισκέφθηκε τον ναό και βλέποντας όλο αυτό το θυμίαμα, έμεινε ικανοποιημένος. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από το μέρος, ασυναίσθητα σήκωσε το κεφάλι του και τότε είδε για πρώτη φορά την αράχνη πάνω στον δοκό. Σταματώντας, μίλησε στην αράχνη: "Η συνάντηση μας αυτή είναι σίγουρα καρμική. Βλέποντας πως ασκείσαι εδώ και χίλια χρόνια, θέλω να ρωτήσω την άποψη σου για κάποιο θέμα. Τι λες;"
Χαρούμενη η αράχνη που της παρουσιάσθηκε ο Βούδας, συμφώνησε να απαντήσει!
Τότε είπε ο Βούδας: "Τι είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο;"
Αφού σκέφθηκε λίγο η αράχνη, του απάντησε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, είναι αυτό που δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε και αυτό που έχουμε ήδη χάσει".
Αφού την άκουσε ο Βούδας, έγνεψε και έφυγε.

Με αυτά και αυτά, περάσαν χίλια χρόνια ακόμη. Η αράχνη συνέχισε την άσκηση στην κατοικία της στο δοκάρι του ναού και στο μεσοδιάστημα, η πνευματική της πρόοδος ήταν ακόμα πιο μεγάλη. Ο Βούδας για άλλη μια φορά επέστρεψε στον ναό, και ξαναμίλησε στην αράχνη λέγοντας της: "Βλέπω πως είσαι ακόμα καλά. Το ερώτημα που σου έθεσα πριν χίλια χρόνια, μήπως το σκέφτηκες καθόλου;". Η αράχνη όμως για άλλη μια φορά είπε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, είναι αυτό το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε και αυτό το οποίο έχουμε ήδη χάσει".
"Σκέψου το καλά και εγώ θα ξαναρθώ να το συζητήσουμε", απάντησε ο Βούδας και έφυγε.

Για άλλη μια φορά χίλια χρόνια περάσαν και άξαφνα μια θυελλώδη μέρα, ο άνεμος φύσηξε και εναπόθεσε μια δροσοσταλίδα πάνω στον ιστό της αράχνης. Κοιτάζοντας η αράχνη την δροσοσταλίδα αυτή και βλέποντας το φως που ιρίδιζε μέσα από την διάφανη της μορφή, θαύμασε πόσο όμορφη είναι και στην καρδιά της γεννήθηκε ο έρωτας. Κάθε μέρα στην θέα της η αράχνη ένιωθε χαρά και από αυτές τις τρεις χιλιάδες χρόνια που περάσαν, αυτές ήταν οι πιο χαρούμενες μέρες!
Ξαφνικά όμως ο μεγάλος άνεμος ξαναπήρε την στάλα αυτή μακριά από τον ιστό. Στην στιγμή, η αράχνη ένιωσε την απώλεια και με αυτήν ήρθε ο πόνος της μοναξιάς και η στεναχώρια. Τότε της επανεμφανίσθηκε ο Βούδας ο οποίος για άλλη μια φορά την ρώτησε: "Αράχνη, αυτά τα χίλια χρόνια σου είχα αναθέσει να σκεφτείς ένα ερώτημα: Ποιο είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο;"
Η αράχνη φέρνοντας την δροσοσταλίδα στο μυαλό της, και αυτή την φορά του απάντησε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στο κόσμο είναι αυτό που δεν μπορούμε ποτέ να αποκτήσουμε και εκείνο το οποίο έχουμε ήδη χάσει".
Αφού άκουσε ο Βούδας της είπε: "Πολύ καλά. Αφού αυτό είναι που πιστεύεις, θα σου επιτρέψω να πας και περπατήσεις στον κόσμο των ανθρώπων."

Έτσι, η αράχνη ξαναγεννήθηκε στην αυλή του αυτοκράτορα ως η κόρη ενός πλούσιου ευγενούς. Οι γονείς της την ονόμασαν Αραχνούλα. Τα χρόνια περάσαν μέσα σε μια στιγμή και η μικρή Αραχνούλα μεγάλωσε και έγινε μια πανέμορφη και γοητευτική δεκαεξάχρονη κοπέλα με πολλές χάρες.
Μια μέρα ο αυτοκράτορας αποφάσισε να κάνει μια γιορτή για να τιμήσει τον νέο του σύμβουλο, τον Δρόσο. Στην συγκέντρωσε παρευρέθησαν πολλές κοπέλες, μαζί τους η Αραχνούλα όπως και η πριγκίπισσα Θύελλα, η κόρη του αυτοκράτορα. Ο σύμβουλος Δρόσος κατά την διάρκεια της συγκέντρωσης απήγγειλε κλασσικά ποιήματα επιδεικνύοντας μεγάλο ταλέντο και δεν υπήρξε ούτε μια κοπέλα που να ήταν εκεί και η οποία να μην συγκινήθηκε. Όμως η Αραχνούλα ούτε για μια στιγμή δεν φοβήθηκε τον ανταγωνισμό και δεν ένιωσε άγχος γιατί ήξερε, πως αυτός ο νέος ήταν το μέλλον το οποίο της είχε τάξει ο Βούδας.

Μερικές μέρες αργότερα -τελείως απρόσμενα- εκεί που η Αραχνούλα συνόδευε την μητέρα της στον ναό για να πάει να προσευχηθεί και να ανάψει θυμίαμα, να σου και ο Δρόσος με την μητέρα του! Όταν οι δυο μητέρες τελείωσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, πήγαν λίγο παράμερα και αρχίσανε να κουβεντιάζουν και η Αραχνούλα με τον Δρόσο που στεκόντουσαν στον διάδρομο αρχίσαν την δική τους κουβέντα. Η Αραχνούλα ήταν πολύ χαρούμενη μιας και επιτέλους μπορούσε να είναι μαζί με τον άνθρωπο που τόσο πολύ είχε ποθήσει, όμως ο Δρόσος δεν έδειχνε σημάδια να συμμερίζεται το ενδιαφέρον. Τότε η Αραχνούλα είπε στον Δρόσο: "Θα θυμάσαι βέβαια 16 χρόνια πριν, όλα αυτά που συνέβησαν πάνω στο ιστό μέσα στον ναό!"
Ακούγοντας ο Δρόσος σάστισε και είπε προς την Αραχνούλα: "Δεσποινίς Αραχνούλα, είστε πολύ όμορφη και πολύ συμπαθητική, όμως η φαντασία σας είναι υπερβολική". Αφού είπε αυτά αποχώρησε μαζί με την μητέρα του.
Η Αραχνούλα επέστρεψε σπίτι της, και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της πώς γίνεται ο Βούδας που οργάνωσε αυτή την κοινή μοίρα για τους δύο τους, δεν επέτρεψε στον δρόσο να θυμάται όσα συνέβησαν στον ιστό στην προηγούμενη τους ζωή. Γιατί ο Δρόσος δεν αισθάνεται το παραμικρό για μένα;

Μερικές ημέρες αργότερα, ο αυτοκράτορας τους συγκέντρωσε και εξήγγειλε τα σχέδια του για τον σύμβουλο Δρόσο, να παντρευτεί την κόρη του Θύελλα και για την Αραχνούλα να πάρει τον διάδοχο του θρόνου, πρίγκηπα Γρασίδι για άντρα της. Η είδηση αυτή ήρθε σαν αστραπή εν αιθρία! Όσο και να το σκεφτόταν δεν μπορούσε να καταλάβει πως μπόρεσε ο Βούδας να της το κάνει αυτό. Τις επόμενες μέρες ούτε έτρωγε, ούτε έπινε αλλά είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Το πνεύμα ήταν έτοιμο να εγκαταλείψει το σώμα της και ήταν στο κατώφλι του θανάτου, όταν ο πρίγκηπας Γρασίδης το πληροφορήθηκε και ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πέφτοντας στα πόδια του κρεβατιού της, είπε στην ετοιμοθάνατη Αραχνούλα: "Την μέρα εκείνη που γιορτάζαμε στους κήπους,  ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια που είχαν παρευρεθεί, εσένα ξεχώρισα και με την πρώτη ματιά σε ερωτεύθηκα. Για πολλές μέρες παρακάλεσα τον πατέρα να επιτρέψει την ένωση μας και στο τέλος αυτός δέχθηκε. Αν τώρα εσύ πεθάνεις, τότε και για μένα δεν έχει νόημα αυτή η ζωή" και λέγοντας αυτά έπιασε το ξίφος του έτοιμος να κόψει τον λαιμό του.

Την στιγμή εκείνη ακριβώς ο Βούδας ήρθε και προς το πνεύμα της Αραχνούλας που ήταν έτοιμο να εγκαταλείψει το σώμα της, είπε: "Αράχνη, αναρωτήθηκες ποτέ, ποίος ήταν αυτός που έφερε στο ιστό σου την δροσοσταλίδα (τον Δρόσο); Ήταν ο άνεμος (η πριγκίπισσα Θύελλα) που τον έφερε, και στο τέλος ήταν η ίδια Θύελλα που τον πήρε μακριά σου. Ο Δρόσος ανήκει στην πριγκίπισσα Θύελλα και οι στιγμές που ζήσατε ήταν μονάχα ένα μικρό συμβάν στην δική σου ζωή. Ο διάδοχος Γρασίδης όμως, ήταν κάποτε ένα μικρό αγριόχορτο μπροστά στην πόρτα του ναού, που για τρεις χιλιάδες χρόνια σε κοιτούσε, και για αυτές τις τρεις χιλιάδες χρόνια σε λάτρεψε. Όμως ποτέ εσύ δεν έσκυψες το κεφάλι σου να κοιτάξεις προς το μέρος του. Αράχνη, ήρθα ξανά να σε ρωτήσω ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο."

Όταν άκουσε η Αράχνη την αλήθεια, αμέσως κατάλαβε και προς τον Βούδα τότε είπε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στο κόσμο δεν είναι αυτό που έχασες, ούτε αυτό που ποτέ δεν θα αποκτήσεις. Το πιο πολύτιμο πράγμα είναι να μπορείς να βλέπεις την ευτυχία στο τώρα". Μόλις ολοκλήρωσε την κουβέντα της, ο Βούδας έφυγε και το πνεύμα της Αραχνούλας επέστρεψε στο σώμα της. Ανοίγοντας τα μάτια της, είδε τον πρίγκηπα Γρασίδη που ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει και απομακρύνοντας το ξίφος μακριά από τα χέρια του τον αγκάλιασε...

从前,有一座圆音寺,每天都有许多人上香拜佛,香火很旺。在圆音寺庙前的横梁上有个蜘蛛结了张网,由于每天都受到香火和虔诚的祭拜的熏托,蛛蛛便有了佛性。经过了一千多年的修炼,蛛蛛佛性增加了不少。

   忽然有一天,佛主光临了圆音寺,看见这里香火甚旺,十分高兴。离开寺庙的时候,不轻易间地抬头,看见了横梁上的蛛蛛。佛主停下来,问这只蜘蛛:“你我相见总算是有缘,我来问你个问题,看你修炼了这一千多年来,有什么真知拙见。怎么样?”蜘蛛遇见佛主很是高兴,连忙答应了。佛主问到:“世间什么才是最珍贵的?”蜘蛛想了想,回答到:“世间最珍贵的是‘得不到’和‘已失去’。”佛主点了点头,离开了。

   就这样又过了一千年的光景,蜘蛛依旧在圆音寺的横梁上修炼,它的佛性大增。一日,佛主又来到寺前,对蜘蛛说道:“你可还好,一千年前的那个问题,你可有什么更深的认识吗?”蜘蛛说:“我觉得世间最珍贵的是‘得不到’和‘已失去’。”佛主说:“你再好好想想,我会再来找你的。”

  又过了一千年,有一天,刮起了大风,风将一滴甘露吹到了蜘蛛网上。蜘蛛望着甘露,见它晶莹透亮,很漂亮,顿生喜爱之意。蜘蛛每天看着甘露很开心,它觉得这是三千年来最开心的几天。突然, 又刮起了一阵大风,将甘露吹走了。蜘蛛一下子觉得失去了什么,感到很寂寞和难过。这时佛主又来了,问蜘蛛:“蜘蛛这一千年,你可好好想过这个问题:世间什么才是最珍贵的?”蜘蛛想到了甘露,对佛主说:“世间最珍贵的是‘得不到’和‘已失去’。”佛主说:“好,既然你有这样的认识,我让你到人间走一朝吧。”

  就这样,蜘蛛投胎到了一个官宦家庭,成了一个富家小姐,父母为她取了个名字叫蛛儿。一晃,蛛儿到了十六岁了,已经成了个婀娜多姿的少女,长的十分漂亮,楚楚动人。

   这一日,新科状元郎甘鹿中士,皇帝决定在后花园为他举行庆功宴席。来了许多妙龄少女,包括蛛儿,还有皇帝的小公主长风公主。状元郎在席间表演诗词歌赋,大献才艺,在场的少女无一不被他折倒。但蛛儿一点也不紧张和吃醋,因为她知道,这是佛主赐予她的姻缘。

   过了些日子,说来很巧,蛛儿陪同母亲上香拜佛的时候,正好甘鹿也陪同母亲而来。上完香拜过佛,二位长者在一边说上了话。蛛儿和甘鹿便来到走廊上聊天,蛛儿很开心,终于可以和喜欢的人在一起了,但是甘鹿并没有表现出对她的喜爱。蛛儿对甘鹿说:“你难道不曾记得十六年前,圆音寺的蜘蛛网上的事情了吗?”甘鹿很诧异,说:“蛛儿姑娘,你漂亮,也很讨人喜欢,但你想象力未免丰富了一点吧。”说罢,和母亲离开了。

   蛛儿回到家,心想,佛主既然安排了这场姻缘,为何不让他记得那件事,甘鹿为何对我没有一点的感觉?   几天后,皇帝下召,命新科状元甘鹿和长风公主完婚;蛛儿和太子芝草完婚。这一消息对蛛儿如同晴空霹雳,她怎么也想不同,佛主竟然这样对她。几日来,她不吃不喝,穷究急思,灵魂就将出壳,生命危在旦夕。太子芝草知道了,急忙赶来,扑倒在床边,对奄奄一息的蛛儿说道:“那日,在后花园众姑娘中,我对你一见钟情,我苦求父皇,他才答应。如果你死了,那么我也就不活了。”说着就拿起了宝剑准备自刎。

   就在这时,佛主来了,他对快要出壳的蛛儿灵魂说:“蜘蛛,你可曾想过,甘露(甘鹿)是由谁带到你这里来的呢?是风(长风公主)带来的,最后也是风将它带走的。甘鹿是属于长风公主的,他对你不过是生命中的一段插曲。而太子芝草是当年圆音寺门前的一棵小草,他看了你三千年,爱慕了你三千年,但你却从没有低下头看过它。蜘蛛,我再来问你,世间什么才是最珍贵的?”蜘蛛听了这些真相之后,好象一下子大彻大悟了,她对佛主说:“世间最珍贵的不是‘得不到’和‘已失去’,而是现在能把握的幸福。”刚说完,佛主就离开了,蛛儿的灵魂也回位了,睁开眼睛,看到正要自刎的太子芝草,她马上打落宝剑,和太子深深的抱着……

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου