Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Οι δυο πύλες του Dharma και οι τέσσερις πρακτικές


Χειρόγραφο Ι: Οι βασικές πύλες εισόδου στην πρακτική του Dharma

Υπάρχουν πολλές είσοδοι στο μονοπάτι, όμως αν θέλει να τις συνοψίσει κανείς δεν ξεπερνούν τα δύο βασικά είδη: Το πρώτο είναι αυτό της Αρχής (principle) και το δεύτερο της Πρακτικής (practice).

Αυτοί που εισέρχονται από την πρώτη πύλη, πετυχαίνουν την αφύπνιση δια μέσου της διδασκαλίας. Πιστεύουν βαθύτατα στο ότι όλα τα έμβια όντα μοιράζονται την ίδια κοινή πραγματική ουσία, μόνο που μέσα στην αναταραχή που γεννάται από την επαφή τους με τον κόσμο αυτό των ψευδαισθήσεων , η ουσία/φύση αυτή επισκιάζεται.
Εάν κάποιος εγκαταλείψει το ψευδές και στραφεί προς την αλήθεια, με αποφασιστικότητα αφιερωθεί στην άσκηση biguan(wall-gazing), χωρίς να βλέπει χωριστότητα μεταξύ του "εγώ" και του "άλλος", βλέποντας άγιους και κοσμικούς με την ίδια ματιά, με σταθερό νου που δεν ταλαντεύεται και παραμένοντας δίχως προσκόλληση ακόμα και στις γραφές, τότε βαδίζει κανείς πάνω στην Οδό (Αρχή), μια πορεία δίχως νοητική διάκριση ή προσπάθεια. Αυτό ονομάζεται "είσοδος δια μέσου της Αρχής".

Αυτοί που διαβαίνουν την πύλη της Πρακτικής, ακολουθούν τέσσερις πρακτικές. Όλες οι υπόλοιπες πρακτικές εμπεριέχονται μέσα τους. Ποιες είναι αυτές; Η πρώτη είναι η πρακτική της "μη ανταπόδοσης του κακού"(retribution of enmity), της "αποδοχής των πρώτων αίτιων"(acceptance of circumstances), της "μη επιδίωξης"(absence of craving) και της "σύμφωνης δράσης με το Dharma"(accordance with Dharma).

Πώς εφαρμόζει κανείς την πρώτη πρακτική; Ο ενασκούμενος, την στιγμή του μαρτυρίου (αυτό που εκλαμβάνει ως άδικο πόνο) πρέπει να σκέφτεται: "Εδώ και αναρίθμητους αιώνες(kalpas) εγκατέλειψα την ουσία κυνηγώντας ασήμαντα πράγματα. Περιπλανήθηκα σε όλους τους κόσμους, δημιούργησα εχθρότητες και πολλά μίση και συνάμα προκάλεσα αμέτρητο πόνο. Σήμερα, παρ'ότι μπορεί να νιώθω πως αδικούμαι, είναι οι καρμικοί καρποί των περασμένων κακών μου πράξεων που επιτέλους εισπράττω και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μου το επιβάλλει κανένας άνθρωπος ή ουράνιο πλάσμα έξωθεν". Γι'αυτό πρέπει κανείς να δέχεται τις δυσκολίες χωρίς αποστροφή και παράπονο. Οι γραφές λένε: "Δέξου τις δυσκολίες χωρίς θλίψη". Πώς γίνεται αυτό; Με βαθιά κατανόηση. Με αυτή την επίγνωση είσαι σε συμφωνία με την Αρχή. Η πρόοδος στην Οδό μέσα από τις αρνητικές εμπειρίες είναι αυτό που ονομάζεται πρακτική της της "μη ανταπόδοσης του κακού".

Δεύτερη είναι η πρακτική της "αποδοχής των πρώτων αίτιων". Τα έμβια όντα είναι δίχως εαυτό και είναι έρμαια του κάρμα τους το οποίο είναι υπεύθυνο για κάθε χαρά ή θλίψη.Οι ανταμοιβές και οι τιμές που βιώνεις σήμερα είναι απλά ο απόηχος προηγούμενων πράξεων των οποίων η επίδραση ακόμα δεν έχει σβήσει. Τι λόγο έχεις λοιπόν να χαίρεσαι; Γνωρίζοντας πως επιτυχία και αποτυχία είναι απλά καρμικά αποτελέσματα, ο άνεμος της ευχαρίστησης δεν ταλανίζει τον νου και τότε είσαι σε πλήρη εναρμόνιση με την Οδό (Αρχή). Αυτό είναι που ονομάζεται πρακτική της "αποδοχής του κάρμα".

Τρίτη πρακτική, η απάρνηση κάθε επιδίωξης(επιθυμίας). Οι απλοί άνθρωποι χαμένοι μέσα στην πλάνη, επιθυμούν και προσκολλώνται στα πάντα. Αυτό ονομάζεται επιδίωξη(επιθυμία). Οι σοφοί που κατανοούν την αλήθεια, χρησιμοποιούν την λογική σαν αντίδοτο στον κοινό παραλογισμό. Η μορφή(το σώμα τους) υπακούει στους νόμους της αιτιότητας, όμως ο νους τους είναι γαλήνιος και δίχως προσπάθεια. Μιας και η ύπαρξη είναι κενότητα, δεν υπάρχει κάτι να επιθυμήσουν. Τις ευλογίες διαδέχονται οι κακουχίες ασταμάτητα και η διαμονή στα τρία βασίλεια (Tridhātu/Trailokya) θυμίζει σπίτι παραδομένο στις φλόγες. Το σώμα είναι πηγή πόνου, πως μπορεί κανείς να βρει γαλήνη έτσι; Κατανοώντας την παραπάνω αρχή, απαρνείται κανείς τα πάντα και ο νους εγκαταλείπει τις επιδιώξεις. Οι γραφές λένε: "Η επιδιώξει(επιθυμία) είναι πόνος, η μη-επιθυμία είναι ευλογία". Είναι φανερό πως το να μην έχεις επιθυμία είναι ταυτόσημο με το να ακολουθείς την Αρχή.

Τέταρτη πρακτική είναι η "σύμφωνη με το Dharma δράση" κατά την οποία αναγνωρίζει κανείς την αγνή φύση όλων πραγμάτων. Αυτή η αρχή δεν είναι κάτι άλλο από το ίδιο το Dharma. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, όλες οι μορφές είναι κενές, δίχως ατέλειες ή επιθυμητά χαρακτηριστικά, δίχως "εαυτό" ή "άλλο". Οι γραφές λένε: "Για το Dharma δεν υπάρχουν ζωντανά πλάσματα, γιατί είναι απαλλαγμένο από τις ακαθαρσίες των ζωντανών πλασμάτων. Για το Dharma δεν υπάρχει εαυτός, γιατί είναι δίχως τις ατέλειες του εγώ". Αν ο σοφός άνθρωπος είναι σε θέση κατανοώντας να εναποθέσει την πίστη του στην παραπάνω αρχή, τότε λέμε πως "δρα σύμφωνα με το Dharma". Δεν υπάρχει φειδώ στην άσκηση του Dharma για αυτό προσέφερε(dāna) το σώμα σου, την ζωή και την περιουσία σου χωρίς δεύτερη σκέψη. Επιτυγχάνοντας την "τριπλή κενότητα"(του εγώ, των φαινομένων και  της κενότητας καθεαυτής) ελεύθερος από εξαρτήσεις και προσκολλήσεις, αγωνίσου για την απελευθέρωση των υπολοίπων όντων, χωρίς να προσκολλάσαι σε μορφές, απομακρύνονται τις ακαθαρσίες από τον νου τους. Έτσι μπορείς να ωφελήσεις τον εαυτό σου, έτσι μπορείς  να ωφελήσεις τους άλλους και να τιμήσεις το μονοπάτι του Bodhi(φώτισης). Με αυτή την μέθοδο τελειοποιείται η προσφορά(dāna) και οι υπόλοιπες πέντε Pāramitās.
Με σκοπό την έξοδο από την πλάνη, εξάσκησε τις έξι Pāramitās δίχως όμως (νοητική) δράση. Αυτό ονομάζεται πρακτική της "σύμφωνης με το Dharma δράσης".


二入四行論

第一 入道修行綱要門
若夫入道多途,要而言之,不出二種。一是理入,二是行入。理入者,謂藉教悟宗,深信含生同一真性,但為客塵妄想所覆,不能顯了。若也舍妄改真,凝心壁觀,無自無他,凡聖等一,堅住不移,更不隨於文教,此即與理冥符,無有分別,寂然無為,名之理入。行入者,所謂四行。其馀諸行,悉入此行中。何等為四?一者報怨行,二者隨緣行,三者無所求行,四者稱法行。云何第一報怨行者?修道行人,若受苦時,當自念言:“我從往昔,無數劫中,棄本從末,流浪諸有,起多怨憎,違害無限。今雖無犯,是我宿殃惡業果熟,非天非人所能見與。”甘心忍受,都無怨讎。經云 “逢苦不憂”也。何以故?以識達故。此心生時,與理相應,體怨進道,是故說言報怨行。第二隨緣行者,眾生無我,並緣業所轉,苦樂齊受,皆從緣生。若得勝報榮譽等事,是我過去宿因所感,今方得之,緣盡還無,何喜之有。得失從緣,心無增減,喜風不動,冥順於道,是故說言隨緣行。第三無所求行者,世人長迷,處處貪著名之為求。智者悟真,理將俗反,心安心無為,形隨運轉,萬有斯空,無所願樂。功德黑暗,常相隨逐,三界久居,猶如火宅。有身皆苦,誰得而安。了達此處,故於諸有,息想無求。經云“有求皆苦,無求乃樂”也。判知無求真為道行。第四稱法行者,性淨之理,目之為法。此理眾相斯空,無染無著無此無彼。經云: “法無眾生,離眾生垢故。法無有我,離我垢故。”智者若能信解此理,應當稱法而行,法體無慳貪,於身命財,行檀舍施,心無慳惜。達解三空,不倚不著,但為去垢,攝化眾生,而不取相。此為自利,復能利他,亦能莊嚴菩提之道。檀施既爾,馀五亦然。為除妄想,修行六度,而無所行,是為稱法行。

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Αρχή και τέλος, ένα όνειρο που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή!


Ο δάσκαλος Jinshan Tanying γνωστός και ως Daguan, προερχόταν από το Zhejiang. Στα 13 του έγινε μοναχός στο μοναστήρι Longxing. Στα 18 του ταξίδεψε μέχρι την πρωτεύουσα της επαρχίας όπου και φιλοξενήθηκε στα ανάκτορα του κυβερνήτη Li Duanyuan. Μια μέρα, ο κυβερνήτης τον ρώτησε: "Πείτε μου δάσκαλε, υπάρχει  ή δεν υπάρχει η κόλαση στην οποία τόσο συχνά ο κόσμος αναφέρεται;"
Ο δάσκαλος απάντησε: "Οι Βούδες εκεί που φαινομενικά δεν υπάρχει κόλαση, λένε πως κόλαση υπάρχει και εκεί που η κόλαση είναι ολοφάνερη λένε πως η κόλαση δεν είναι αληθινή. Τα μάτια που είναι παγιδευμένα στην πλάνη, διαχωρίζουν τα πράγματα σε πράγματα που υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Ο κυβερνήτης στεκούμενος στο "Είναι" αναζητάει αυτό που "δεν Είναι". Με το δάχτυλο του να δείχνει επίμονα προς τον ποταμό, αντιλαμβάνεται κάτι το οποίο δεν υπάρχει - φαντάζεται πολιτείες στα σύννεφα- Πραγματικά γελοίο!
Γιατί άραγε ο άνθρωπος που βλέπει μπροστά του μια φυλακή να μην μπορεί να δει τον παράδεισο που υπάρχει στην καρδιά του; Η χαρά και η θλίψη είναι στον νου του μέσα. Τον παράδεισο και την κόλαση απλά τα χωρίζει μια ιδέα. Από τον διαχωρισμό του καλού και του κακού μπορούν να ξεπηδήσουν όλες οι καταστάσεις!
Αρκεί ο κυβερνήτης να δει την πραγματική φύση του νου του και τότε όλα θα είναι ξεκάθαρα."

Τότε ο κυβερνήτης ρώτησε: "Πώς μπορεί κανείς να γνωρίσει την φύση του νου του;"
"Με το να μην διακρίνει καλό και καλό στις σκέψεις του" απάντησε ο δάσκαλος
"Όταν παύσει η διάκριση, που πηγαίνει και αναμένει ο νους;", ξαναρώτησε ο κυβερνήτης
"Δεν πηγαίνει κάπου. Όπως λέει και η Διαμαντένια Σούτρα: [...]ο νους δεν πρέπει να προσκολλάται πουθενά ούτε να αποφεύγει κάποια σκέψη που γεννάει νοητική δράση" είπε ο δάσκαλος
"Όταν πεθάνει ο άνθρωπος που πηγαίνει;", ρώτησε ο κυβερνήτης.
"Ο αγέννητος(αυτός που δεν γνώρισε την γέννηση) πώς μπορεί να έχει επίγνωση θανάτου;", ρώτησε ο δάσκαλος
"Την γέννηση την βίωσα εδώ και καιρό", απάντησε ο κυβερνήτης
και τότε ο δάσκαλος είπε: "Τότε να σε ρωτήσω το εξής: Πού είμαστε πριν την γέννηση;"

Ο κυβερνήτης έπεσε σε βαθιά περισυλλογή και τότε ο δάσκαλος Tanying πιέζοντας το δάχτυλο του πάνω στο στήθος του κυβερνήτη, του είπε: "λοιπόν, τι σκέφτηκε αυτό εκεί μέσα (η καρδία, ταυτόσημο του μυαλού);"
"Κατάλαβα", είπε ο κυβερνήτης. "Ο νους μέσα στην άγνοια του σκοντάφτει σε μια διαστροφική ψευδαίσθηση της αλήθειας και παγιδεύεται εκεί μέσα για πάντα."
"Ένα όνειρο που κρατάει έναν αιώνα!" συμπλήρωσε ο δάσκαλος.



金山昙颖禅师,浙江人,俗姓丘,号达观,十三岁皈投到龙兴寺出家,十八岁时游京师,住在李端愿太尉花园里。有一天,太尉问他道:‘请问禅师,人们常说的地狱,毕竟是有呢?抑是无呢?’
  昙颖禅师回答道:‘诸佛如来说法,向无中说有,如眼见空华,是有还无;太尉现在向有中觅无,手搘河水,是无中现有,实在堪笑。如人眼前见牢狱,为何不心内见天堂?忻怖在心,天堂地狱都在一念之间,善恶皆能成境,太尉但了自心,自然无惑。’
  太尉:‘心如何了?’
  昙颖:‘善恶都莫思量。’
  太尉:‘不思量后,心归何所?’
  昙颖:‘心归无所,如金刚经云:应无所住,而生其心。’
  太尉:‘人若死时,归于何处?’
  昙颖:‘未知生,焉知死?’
  太尉:‘生则我早已知晓。’
  昙颖:‘请道一句,生从何来?’
  太尉正沉思时,昙颖禅师用手直捣其胸曰:‘只在这里思量个什么?’
  太尉:‘会也,只知贪程,不觉蹉跎。’
  昙颖:‘百年一梦。’
  太尉李端愿当下有悟,而说偈曰:
  ‘三十八岁,懵然无知。及其有知,何异无知?’
  ‘滔滔汴水,隐隐惰堤。师其归矣,箭浪东驰。’

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Οι Βούδες δεν λένε ψέματα


Ο δάσκαλος Huangbo Xiyun αφού έγινε αναχωρητής πίστευε πως έπρεπε να κόψει τους κοσμικούς δεσμούς του και πως μόνο φτάνοντας την Νιρβάνα θα μπορούσε να δείξει αληθινή αγάπη για τους ανθρώπους γύρω του. Έτσι για τριάντα χρόνια ως ασκητής, παρ'ότι ποτέ δεν επέστρεψε σπίτι του για να επισκεφθεί την γριά μητέρα του, μέσα στην καρδιά του τον έτρωγε η επιθυμία να πάει να την βρει. Στα πενήντα του, καθώς ταξίδευε και δίχως να το σχεδιάζει έφτασε έξω από το χωριό στο οποίο γεννήθηκε.
Η μητέρα του, η οποία σκεφτόταν τον γιο της ασταμάτητα, τόσα χρόνια δεν τόλμησε να τον ενοχλήσει γράφοντας του, μοναχά κάθε μέρα έκλαιγε από το πρωί ως το βράδυ μέχρις ότου έχασε την όραση της από τον καημό. Μη μπορώντας να ξεχάσει τον γιο της,  έστησε μια μικρή καντίνα τσαγιού στην άκρη του δρόμου και με τον τρόπο αυτό της δινόταν η ευκαιρία να έρχεται σε επαφή με τους περιπλανώμενους μοναχούς που κατά καιρούς πηγαίναν από εκεί, ενώ συγχρόνως φρόντιζε να τους καλέσει και στο σπίτι της, ώστε αυτοί να της μιλήσουν και να προσευχηθούν για αυτήν και αυτή με την σειρά της να τους περιποιηθεί και να τους πλύνει τα πόδια. Όμως αυτό είχε άλλη μια σκοπιμότητα: Ο γιος της είχε ένα σημάδι στο αριστερό του πόδι και μιας και αυτή δεν έβλεπε πια, είχε την κρυφή ελπίδα πως πλένοντας πόδια θα της δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσει δια της αφής τον αγαπημένο της γιο.

Έτσι έγινε και την ημέρα εκείνη ο γιος της βρέθηκε προσκεκλημένος στο σπίτι της. Της επέτρεψε να τον περιποιηθεί ενόσω αυτός της έλεγε την ιστορία του Βούδα Γκαουτάμα, ελπίζοντας με τον τρόπο αυτό να την βοηθήσει να ασπαστεί την διδασκαλία του Βούδα και να της φέρει γαλήνη στην καρδιά. Όμως δεν την άφησε να πλύνει το αριστερό του πόδι παρά μόνο το δεξί ώστε αυτή να μην καταλάβει ποιο είναι.
Δύο φορές επέστρεψε το διάστημα εκείνο στο σπίτι του ο Huangbo και στο τέλος με πόνο καρδιάς αποχώρησε οριστικά για να συνεχίσει την περιπλάνηση του. Οι γείτονες που ήξεραν τι είχε συμβεί δεν άντεξαν άλλο να σιωπούν και είπαν στην μητέρα του ποιος ήταν ο περιπλανώμενος μοναχός που της είχε αφηγηθεί την ιστορία του Βούδα. Μόλις άκουσε την αλήθεια,  εμβρόντητη η μητέρα έτρεξε προς την κατεύθυνση που νωρίτερα είχε φύγει ο γιος της. Ακολούθησε το μονοπάτι μέχρι την όχθη του ποταμού από την οποία ο βαρκάρης είχε πάρει τον Huangbo και τον είχε περάσει απέναντι, όμως σαν έφτασε εκεί- μέσα στην βιασύνη της- έπεσε στον ποταμό και βρήκε τραγικό θάνατο.

Ο Huangbo που στεκόταν στην απέναντι όχθη είδε την μητέρα του να χάνει το πάτημα της, να πέφτει στο νερό και να πνίγεται και τότε μεγάλη θλίψη τον κατέλαβε.
Θρηνώντας είπε πικρά: "Ειπώθηκε πως όταν ένα παιδί γίνεται μοναχός, όλη του η γενιά κερδίζει τον παράδεισο. Αν τώρα ο παράδεισος δεν υποδεχθεί την μητέρα μου, όλοι οι Βούδες των περασμένων καιρών διδάξαν ψέματα" και αμέσως μπήκε στην βάρκα και επέστρεψε στην όχθη για μαζέψει την νεκρή μητέρα του.
Αφού την πήγε στο χωριό, σήκωσε μια πυρά και την έκαψε τελετουργικά λέγοντας:
"Για πολλά χρόνια ήταν χαμένη από το φως του εαυτού(Buddha-nature), σήμερα όμως το δέντρο Bodhi άνθισε και -αν μας επιτραπεί- ίσως κάποια μέρα σε μια από τις "προλεγόμενος τρεις συνάξεις κάτω από το δέντρο των ανθών του δράκου (prunus mume)", να μπορέσουμε να υπηρετήσουμε την Guanyin(Avalokiteśvara) ο ένας δίπλα στον άλλο."
Τότε όλοι οι άνθρωποι στο χωριό είδαν μέσα από τις φλόγες την μητέρα να ανεβαίνει στους ουρανούς.


黄檗禅师出家后,认为“必须放弃恩情,达到无为时,方才是真实的报恩”,因此过了三十年禅者的生活,却从来不曾回过俗家,探望亲人,但他内心深处,非常记挂年迈的母亲。五十岁时,有一次在参访的旅途中,不自觉的就往故乡的方向走去。
母亲也思念出家的儿子,可是毫无音讯,每天从早到晚哀伤的哭泣着,把眼睛都哭得失明。为了想念儿子,母亲就在路旁设个司茶亭,不但亲自招待过往的云水僧,并且亲自迎到家中,为他们洗脚,以示礼敬;另外还有一个原因,那就是因为黄檗禅师左脚上有颗大痣,她眼睛虽瞎了,但希望凭万分之一的洗脚机遇,或可认出谁是他的爱子。
这一天,黄檗禅师也接受了母亲的招待,他一边让母亲洗脚,一边向母亲述说佛陀出家的故事,希望母亲能因此得到信仰、安心。黄檗禅师只将右脚给母亲洗,却不把左脚给母亲洗。

黄檗禅师接连二次返家,虽然觉得难舍难离,但还是忍痛起程云游行脚,继续参访。邻居们忍不住将这个事实,告诉他的母亲说,那个向你讲释迦出家故事的人,就是你经常盼望的儿子。母亲听后几近疯狂似的说:“难怪声音好像我儿”。说后就追上去,一直追到大河边,不巧,这时黄檗禅师已经上船,而且船也开动了,母亲情急的跳到河里,非常不幸的淹死了。

黄檗禅师站在对岸看到母亲失足,落水溺死的情形,不禁悲从中来,恸哭着说道:“一子出家,九族升天;若不升天,诸佛妄言。”

黄檗禅师说后,即刻乘船返回,火葬母亲,说一偈曰:“我母多年迷自心,如今华开菩提林,当来三会若相值,归命大悲观世音。”

在黄檗禅师说偈的时候,乡人都看见他的母亲在火焰中升空而去。

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Η αρχή και το τέλος


Κάποτε ο αυτοκράτορας Shunzong της δυναστείας Tang ρώτησε τον δάσκαλο Foguang Ruman(Bukkõ Nyoman): "Από που έρχεται ο Βούδας και που πηγαίνει όταν χαθεί; Αν είναι αλήθεια πως είναι δίχως αρχή και τέλος, που ζει αυτή την στιγμή ο Βούδας;"
Ο δάσκαλος απάντησε: "ο Βούδας έρχεται από το βασίλειο πέρα από τα εξαρτημένα φαινόμενα(asaṃskṛta dhātu,dharmadhātu) και σε αυτό μέσα εξαφανίζεται. Το σώμα του Βούδα(Dharmakāya) είναι η κενότητα και κατοικεί αιώνια στο βασίλειο που οι σκέψεις δεν γεννιούνται. Η συνείδηση επιστρέφει στην μη-συνείδηση και αυτός που είναι κάπου, επιστρέφει στο πουθενά. Έρχεται όπως όλα τα ζωντανά και όπως όλα τα ζωντανά χάνεται. Ο κόσμος των αισθήσεων ενυπάρχει μέσα στον ωκεανό της απόλυτης πραγματικότητας(Dharmatā). Ο σοφός δεν επιτρέπει να γεννηθεί αναταραχή στον νου του."

Μη συμφωνώντας ο αυτοκράτορας ξανάπε: "Ο Βούδας γεννήθηκε σε ένα παλάτι και πέθανε σε ένα απόμακρο δάσος. Είπε πολλά κι όμως αυτά δεν λέγονται. Τα βουνά, οι ποταμοί και ο ωκεανός, η γη ο ουρανός, ο ήλιος και το φεγγάρι -όταν έρθει η ώρα τους- όλα θα έχουν ένα τέλος. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει πως δεν υπάρχει αρχή και τέλος; Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκέψεις και τις αισθήσεις. Ο σοφός, ξέρει να διακρίνει."

Ο δάσκαλος συνέχισε να εξηγεί: "Το σώμα του Βούδα(η βουδική φύση) είναι έξω από το βασίλειο της δράσης, ο σκοτισμένος νούς παράγει διεστραμμένες διακρίσεις. Η dharamakaya είναι κενότητα, δίχως αρχή και τέλος. Το κάρμα φέρνει τον Βούδα στον κόσμο των έμβιων όντων και το σβήσιμο του κάρμα τον εξαφανίζει από αυτόν. Τα αναρίθμητα έμβια όντα, είναι όπως η αντανάκλαση της σελήνης μέσα στο νερό: Δίχως συνέχεια αλλά και δίχως διακοπές στην ύπαρξη τους, δίχως αρχή και δίχως τέλος - το κτισμένο είναι το άκτιστο και το νεκρό είναι το αθάνατο. Αυτός ο οποίος έχει μπει στο βασίλειο της μη-σκέψης, φυσικά και δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό."




唐顺宗有一次问佛光如满禅师道:“佛从何方来?灭向何方去?既言常住世,佛今在何处?”

如满禅师答道:“佛从无为来,灭向无为去;法身等虚空,常住无心处。有念归无念,有住归无住;来为众生来,去为众生去;清净真如海,湛然体常住。智者善思惟,更勿生疑虑。”

顺宗皇帝不以为然,再问:“佛向王宫生,灭向双林灭;说法四十九,又言无法说。山河与大海,天地及日月,时至皆归尽,谁言不生灭?疑情犹若斯,智者善分别。”

如满禅师进一步解释道:“佛体本无为,迷情妄分别;法身等虚空,未曾有生灭。有缘佛出世,无缘佛入灭;处处化众生,犹如水中月。非常亦非断,非生亦非灭;生亦未曾生,灭亦未曾灭。了见无心处,自然无法说。”

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Όπως ένα άνθος


Ήταν κάποτε ένας ευσεβής βουδιστής πιστός ο οποίος καθημερινά μάζευε λουλούδια από τον κήπο του και τα πήγαινε στον ναό για να τα προσφέρει στον Βούδα. Μια μέρα, την στιγμή που είχε φτάσει κρατώντας κάτι λουλούδια έξω από τον ναό, έτυχε να βγαίνει από την αίθουσα ο δάσκαλος Wude ο οποίος μόλις τον είδε φανερά χαρούμενος του είπε: " Βλέπω με πόση ευλάβεια έρχεσαι κάθε μέρα ώστε να αποθέσεις φρέσκα λουλούδια! Όπως λένε οι γραφές, αυτοί οι οποίοι επιδίδονται συχνά σε προσφορά λουλουδιών στον Βούδα, όταν φύγουν από την ζωή θα έχουν δεχθεί μεγάλη ευλογία!"

Χαρούμενος ο πιστός απάντησε: "Είναι ευχαρίστηση μου! Κάθε μέρα όταν φθάσω στον ναό νιώθω την καρδιά μου αναζωογονημένη και καθαρή σαν να την φρεσκόπλυνα! Όταν όμως επιστρέφω στο σπίτι μου αργότερα, το μυαλό μου γεμίζει σύγχυση και ακαθαρσία. Πώς θα μπορούσε ένας οικογενειάρχης σαν και μένα μέσα στην πολύβουη πόλη να διατηρήσει μια καθαρή και αμόλυντη καρδιά;"

Ο δάσκαλος Wude απάντησε: "Μιας και συνηθίζεις να φέρνεις φρέσκα άνθη για προσφορά στον Βούδα υποθέτω πως έχεις κάποιες γνώσεις σχετικά για αυτά. Τώρα θέλω να σε ρωτήσω: Εσύ πως διατηρείς τα (κομμένα) άνθη φρέσκα;"

Ο πιστός είπε: "Η τεχνική του να κρατάς τα άνθη φρέσκα, συνοψίζεται στο να αλλάζεις καθημερινά το νερό τους και την στιγμή που το κάνεις αυτό να φροντίζεις κιόλας να κόβεις λίγο από το κοτσάνι τους, αφού το κοτσάνι που είναι στο νερό εύκολα σαπίζει και μιας και όταν έχει σαπίσει δεν μπορεί να απορροφήσει καλά την υγρασία, το άνθος μαραίνεται γρήγορα!"

Τότε είπε ο Wude: "Για να διατηρήσει την καρδιά του (νου) καθαρή και αμόλυντη κανείς πρέπει να εφαρμόσει την ίδια μεθοδολογία. Το περιβάλλον στο οποίο ζούμε μοιάζει με το νερό που είναι μέσα στο βάζο. Εμείς είμαστε τα άνθη και μόνο με διαρκή κάθαρση, έλεγχο της συμπεριφοράς μας, μετάνοια, αυτοκριτική, προσπάθεια για εξάλειψη των κακών μας συνηθειών και ελαττωμάτων μπορούν τα θρεπτικά στοιχεία που μας δίνει η φύση να συνεχίσουν να εισρέουν στην ζωή μας."

Αφού άκουσε ο πιστός, όλο χαρά ευχαρίστησε τον δάσκαλο: "Σας ευχαριστώ δάσκαλε για την καθοδήγηση. Ελπίζω να μου δοθεί στο μέλλον η ευκαιρία να ζήσω και γω ένα διάστημα στο μοναστήρι αυτό κάνοντας κοντά σας διαλογισμό Ζεν και να μπορέσω να γευτώ και γω τον μελωδικό ήχο των γκονγκ και των τυμπάνων και την γαλήνη των Bodhi ύμνων. "

Ο δάσκαλος όμως απάντησε: "Η αναπνοή σου είναι ο ύμνος. Ο παλμός της καρδιάς σου είναι το τύμπανο. Το σώμα σου είναι το μοναστήρι και τα δυο σου αφτιά είναι το Bodhi (αφύπνιση) ενώ δεν υπάρχει μέρος δίχως γαλήνη. Γιατί κανείς λοιπόν να αναζητεί  την ζωή στο μοναστήρι;"

Ο αρχαία σοφία υπαγορεύει πως: "Η αναταραχή είναι το πεδίο της μάχης".
Αρκεί να δώσεις ένα τέλος στις καρμικές προσκολλήσεις και να αφήσεις πίσω τις σκέψεις που σε ταλανίζουν και τότε πώς μπορείς να μην είσαι γαλήνιος όπου και να βρίσκεσαι; Αν ακόμα και σε ένα μοναστήρι στην κορυφή ενός μακρινού βουνού δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την ματαιοδοξία τότε και πάλι δεν θα υπάρχει τρόπος να προχωρήσεις στο μονοπάτι. Αυτοί που ασχολούνται με το Ζεν, δίνουν πολύ έμφαση στο "Τώρα". Γιατί πρέπει να περιμένεις το αύριο;  "Η πρακτική του Ζεν δεν έχει κατάλληλο μέρος,  μονάχα σβήσε την φωτιά του νου και τότε θα αποκτήσεις γαλήνη", αυτό είναι όλο.

有一位虔诚的佛教信徒,每天都从自家的花园里,采撷鲜花到寺院供佛,一天,当他正送花到佛殿时,碰巧遇到无德禅师从法堂出来,无德禅师非常欣喜的说道:“你每天都这么虔诚的来以香花供佛,依经典的记载,常以香花供佛者,来世当得庄严相貌的福报。”
  信徒非常欢喜回答道:“这是应该的,我每天来寺礼佛时,自觉心灵就像洗涤过似的清凉,但回到家中,心就烦乱了,我们一个家庭主妇,如何在烦嚣的城市中保持一颗清净纯洁的心呢?”

  无德禅师反问道:“你以鲜花献佛,相信你对花草总有一些常识,我现在问你,你如何保持花朵的新鲜呢?”

  信徒答道:“保持花朵新鲜的方法,莫过于每天换水,并且于换水时把花梗剪去一截,因花梗的一端在水里容易腐烂,腐烂之后水份不易吸收,就容易凋谢!”

  无德禅师道:“保持一颗清净纯洁的心,其道理也是一样,我们生活环境像瓶里的水,我们就是花,唯有不停净化我们的身心,变化我们的气质,并且不断的忏悔、检讨、改进陋习、缺点,才能不断吸收到大自然的食粮。”

  信徒听后,欢喜作礼感谢说道:“谢谢禅师的开示,希望以后有机会亲近禅师,过一段寺院中禅者的生活,享受晨钟暮鼓,菩提梵唱的宁静。”

  无德禅师道:“你的呼吸便是梵唱,脉博跳动就是钟鼓,身体便是庙宇,两耳就是菩提,无处不是宁静,又何必等机会到寺院中生活呢?”

  古德说:“热闹场中作道场”,宁静,只要自己息下妄缘,抛开杂念,那里不可宁静呢!深山古寺,如果自己妄想不除,就算住在深山古寺,一样无法修持,禅者重视“当下”,何必明天呢?“参禅何须山水地,灭却心头火亦凉。”即此之谓也。

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Το ρύζι έχει βράσει


Ο έκτος πατριάρχης του Ζεν HuiNeng έχασε τον πατέρα του σε ηλικία τριών ετών και άρχισε να περιφέρεται με την μητέρα του στην περιοχή Lingnan. Μεγάλωσε μέσα στην εξαθλίωση και την φτώχεια και συντηρούσε την μητέρα του κόβοντας ξύλα και πουλώντας τα. Όταν κάποια στιγμή την ώρα που παρέδιδε κάτι ξύλα άκουσε έναν άνθρωπο να απαγγέλλει το Διαμαντένιο Σούτρα, συγκινήθηκε από την αλήθεια μέσα του και αποφάσισε να στραφεί στον Βουδισμό. Αποχαιρέτησε την μητέρα του και αφού ταξίδεψε χιλιάδες μίλια πεζός, έφτασε στο μοναστήρι του ανατολικού όρους της επαρχίας Hubei.

Όταν ο HuiNeng παρουσιάσθηκε στα πόδια του πέμπτου πατριάρχη HongRen, ο πατριάρχης τον ρώτησε: "Από που έρχεσαι και τι ζητάς;"
"Είμαι ένας αγράμματος άνθρωπος από το Xinzhou του Lingnan. Κατέφθασα από μακριά για να σας δω. Ζητάω να γίνω Βούδας και τίποτα άλλο" απάντησε ο HuiNeng.
Ο πατριάρχης όταν τον άκουσε του είπε: "Εσύ, ο σπόρος μιας βαρβαρικής γενιάς από το Lingnan, πως μπορείς να γίνεις Βούδας;"

Με ταπεινότητα ο Huineng απάντησε στον δάσκαλο: "Ο κόσμος των ανθρώπων διαχωρίζει κατηγορίες. Όμως στο επίπεδο της Βουδικής φύσης δεν υπάρχουν τέτοιες διαφοροποιήσεις. Ο βάρβαρος είναι διαφορετικός από έναν μοναχό, όμως πως μπορεί η Βουδική φύση των δυο να είναι διαφορετική; Άκουσα, πως ο Βούδας προσφέρει πέρασμα για όλα τα ενσυναίσθητα έμβια όντα. Πώς γίνεται λοιπόν να αψιμαχούμε πάνω σε αυτό ;". Βλέποντας ο Hongren το βαθμό αφύπνισης του Huineng αποφάσισε να του επιτρέψει να μείνει.
Όμως οι μαθητές του πέμπτου πατριάρχη στο σύνολο τους ασκούντο ήδη πολλά χρόνια και δεν θα ήταν συνετό ο HuiNeng να παρουσιασθεί ως άμεσος μαθητής του δασκάλου και ίσος των υπολοίπων και για αυτό ο δάσκαλος αποφάσισε να τον κρατήσει για διάφορα θελήματα περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να τον εισάγει στον στενότερο κύκλο των μαθητών του. Έτσι του ανατέθηκαν διάφορες χειρωνακτικές εργασίες - όπως το να κόβει ξύλα και να αλέθει το ρύζι. Για οκτώ μήνες συνεχίστηκε αυτό, δίχως να του δοθεί ευκαιρία να μπει στην αίθουσα διαλογισμού.

Μια μέρα, ένας μικρός μοναχός πέρασε από τον μήλο στο οποίο άλεθαν το ρύζι απαγγέλοντας κάτι και τότε ο HuiNeng τον ρώτησε τι ήταν αυτό το ποίημα. Ο μοναχός του απάντησε πως ήταν το ποίημα(Gatha) το οποίο συνέταξε ο Shenxiu και έγραψε πάνω σε ένα τοίχο και το οποίο ήταν τόσο καλό που στην συνέχεια ο δάσκαλος ζήτησε απ'όλους να μάθουν. "Θα ήθελα και εγώ να μάθω αυτό το ποίημα, θα μπορούσες να με οδηγήσει στον τοίχο;", είπε ο HuiNeng.

Ο μικρός μοναχός, τον έφερε μπροστά στο ποίημα και για χάρη του αγράμματου HuiNeng, το διάβασε:
"Το σώμα είναι το δέντρο Bodhi. Ο νους είναι η βάση ενός αψεγάδιαστου καθρέπτη. Γυαλίζοντας τον, δεν επιτρέπουμε στην σκόνη να καθίσει πάνω του."
Ο HuiNeng άκουσε το ποίημα και αμέσως είπε: "Και γω έχω ένα ποίημα, θα μπορούσες να το γράψεις εκ μέρους μου;"

Όσο απήγγειλε το δικό του gatha, ο μικρός μοναχός με το δάχτυλο του ποδιού του, το χάρασσε στην μαλακή λάσπη. Όταν το ολοκλήρωσε, διαβαζόταν:
"Το δέντρο Bodhi, δεν έχει σώμα. Ο άσπιλος καθρέπτης δεν στηρίζεται σε μια βάση. Δίχως να υπάρχει κάτι, που θα μπορούσε η σκόνη να καθίσει;"
 Ο κόσμος που το είδε δεν έμεινε αδιάφορος. Ο ίδιος ο πέμπτος πατριάρχης θορυβημένος μόλις το είδε, έσπευσε να το σβήσει με το πόδι του λέγοντας "Ούτε αυτό είναι προϊόν πραγματικής αφύπνισης."

 Την επόμενη ημέρα, ο πατριάρχης Hongren πήγε στον μήλο και εκεί είδε τον Huineng να αλέθει το ρύζι και να μιλάει στον εαυτό του προβληματισμένος: "Οι άνθρωποι που αναζητούν το Dharma, για χάρη του ξεχνούν το σώμα. Έτσι φαίνεται να είναι τα πράγματα..."
 Ο δάσκαλος τότε τον ρώτησε: "Το ρύζι, έχει βράσει;"
 "Το ρύζι έχει βράσει εδώ και καιρό, τώρα απλά κάνω την διαλογή", απάντησε ο HuiNeng
Ο δάσκαλος με το μπαστούνι του χτύπησε το γουδί τρεις φορές και ύστερα αποχώρησε.

Αργά εκείνο το βράδυ (την ώρα της τρίτης βάρδιας), ο HuiNeng παρουσιάσθηκε στο δωμάτιο του δασκάλου και ο ο δάσκαλος του μετέδωσε την διδασκαλία του Sutra του Διαμαντιού. Καθώς ο δάσκαλος έφτασε στην φράση "[...] (ο Bodhisattva πρέπει να έχει ένα νου) που να μην προσκολλάται σε τίποτα το οποίο μπορεί να γεννήσει σκέψεις" ο HuiNeng ακαριαία αφυπνίστηκε! Είχε πλέον συνειδητοποιήσει την αλήθεια πως δεν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στην τελική πραγματικότητα(tathātā)  και τις εκδηλώσεις των φαινομένων. Έτσι έγινε και ο πέμπτος πατριάρχης μετέδωσε το χρίσμα δια μέσου της μεθόδου της στιγμιαίας φώτισης στον -έκτο πατριάρχη- Huineng και μαζί με αυτό του παρέδωσε τα ιερά κειμήλια του Bodhidharma τα οποία με την σειρά είχε αυτός παραλάβει από τον προκάτοχο του.

Ο πέμπτος πατριάρχης, φοβούμενος πως η πράξη του αυτή -να δώσει τα ιερά κειμήλια στον HuiNeng- δεν θα γινόταν κατανοητή και θα προκαλούσε τον φθόνο των υπολοίπων μαθητών του, του ζήτησε να φύγει απο το βουνό πριν χαράξει και μιας και φοβόταν πως δεν θα έβρισκε τον δρόμο αν έφευγε μόνος του, το ίδιο εκείνο βράδυ τον οδήγησε μέχρι μια μικρή βάρκα στην όχθη του ποταμού Jiujiang.

Όταν ο γερασμένος πέμπτος πατριάρχης άρχισε να κάνει κουπί για να διασχίσουν τον ποταμό ο HuiNeng είπε: "Δάσκαλε, σας παρακαλώ καθίστε. Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να κάνει κουπί". Όμως ο πατριάρχης Hongren του απάντησε: "Είναι το καθήκον μου να σε περάσω (στην άλλη όχθη)".
"Όταν (ο μαθητής) είναι στο σκοτάδι, ο δάσκαλος τον πηγαίνει, όμως όταν ο μαθητής αφυπνιστεί, είναι μέσα από την προσωπική του προσπάθεια που θα περάσει στην άλλη όχθη", είπε ο HuiNeng.
"Έτσι είναι", συμφώνησε ο πέμπτος πατριάρχης "όμως προβλέπω πως σύντομα θα πεθάνω και θα είσαι εσύ αυτός που θα πρέπει να διδάξει το Dharma. Να τηρείς την οκταπλή ατραπό, να προστατεύεις τον εαυτό σου και να οδηγήσεις όλα τα ενσυναίσθητα έμβια πλάσματα στην άλλη όχθη. Φύγε τώρα και επέστρεψε στον νότο! Το Dharma δεν ανθίζει όταν ο χρόνος πιέζει"

Ο HuiNeng αποχαιρέτησε τον δάσκαλο και επέστρεψε στον νότο. Πολλά χρόνια αργότερα ήταν αυτός που καθιέρωσε την σχολή της αιφνίδιας φώτισης,ο πρώτος μιας νέας γενεαλογίας και ο έκτος πατριάρχης του Ζεν.



六祖惠能三岁亡父,随母流落岭南。他在贫困中长大,靠打柴卖薪奉养母亲。在一次送柴时听人诵读《金刚经》而心有感悟,决意学佛。他辞别老母,步行数千里来到湖北黄梅东禅寺。

    惠能参拜五祖弘忍大师,大师问他:“汝何方人?来求何物?”惠能答道:“弟子是岭南新州百姓,远来礼师,惟求作佛,不求余物。”五祖道:“你一个岭南俗家弟子怎么作佛?”

    惠能敬礼答道:“人有南北,佛性本无南北。俗人与僧人不同,佛性有什么不同?弟子听说佛陀普渡一切有情众生,怎么会计较这些?”五祖於此见他悟性非凡,就把他留下了。

    但是座下众弟子都已修行多年,惠能还不能眼他们一样,作为入室弟子,只好先叫他在后院干些杂活等候机会。他被分派舂米劈柴。一连干了八个月仍没有机会进入禅堂。

    一天,有个小和尚中念诗偈从碓房经过,惠能问他念什么偈子,他说是神秀上座的‘无相偈’师傅叫人人诵读,会大有功德,惠能说:“我也想诵此偈,能烦上人带我去偈前礼拜吗?”

    小和尚引他到南廊偈前,为他念诗偈道:“身是菩提树,心如明镜台。时时勤拂试,无使惹尘埃。”惠能听了诗偈随即道:“我亦有一偈,能烦上人代写出来吗?”

    他念自己的诗偈,小和尚即用脚趾在泥地上为他写了。只见地上写出的是:“菩提本无树,明镜亦非台。本来无一物,何处惹尘埃?”众人看了无不称奇,五祖也被惊动了,他看了偈子赶快用脚擦掉,连说‘也未见性,也未见性。’

    第二天五祖来到碓房,见惠能仍在踏碓,他沉吟道:“求法之人,为法忘躯,当如是乎!”他问惠能:“米熟了没有?”惠能答道:“米早熟了,只欠筛啦。”大师用禅杖至碓上敲了三下就离开了……

    当夜三更,惠能来到大师禅室,大师即为他说《金刚经》,当谈到‘应无所住而生其心’时,惠能顿时大悟,至此他已彻悟了万法与自性不分的真如本性。于是五祖便传授他顿悟法门,并将从达摩以来传递了五代的衣钵传给了他。

    五祖将‘衣钵’传给惠能,怕他遭到众僧徒的疑忌,叫他在天亮前赶快离开黄梅,又怕他不知路径,便于当夜亲自送他到九江上了一条小船。

    五祖为他摇橹渡江,惠能说:“请和尚坐,应当我来摇橹。”五祖说:“这是我渡你啊。”惠能说:“迷时师渡,悟了自渡。”五祖说:“是啊,是啊,看来不久我就要逝世,以后佛法就由你来大行了。望你善自护念,广渡一切有情众生。你回南方去吧,佛法不宜速说……”

    惠能拜别师傅,向南方走去了……。许多年以后,他就是弘扬顿悟法门的一代宗师——禅宗六祖。

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Το πιο σπουδαίο είναι να μπορείς να δεις την ευτυχία στο τώρα


Κάποτε υπήρχε ένας βουδιστικός ναός στον οποίο καθημερινά πηγαίναν πολλοί άνθρωποι για να ανάψουν θυμίαμα και να προσευχηθούν στο Βούδα. Στα δοκάρια του μοναστηριού αυτού  μια μοναχική αράχνη είχε στήσει τον ιστό της. Χάρη στις προσευχές των πιστών και το θυμίαμα που πλημμύριζε την ατμόσφαιρα, η αράχνη αυτή είχε αρχίσει να καλλιεργεί την Βουδική της φύση. Μετά από χρόνια άσκησης, η βουδική της φύση ήταν ήδη πολύ καθαρή.

Μια μέρα, ο Βούδας επισκέφθηκε τον ναό και βλέποντας όλο αυτό το θυμίαμα, έμεινε ικανοποιημένος. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από το μέρος, ασυναίσθητα σήκωσε το κεφάλι του και τότε είδε για πρώτη φορά την αράχνη πάνω στον δοκό. Σταματώντας, μίλησε στην αράχνη: "Η συνάντηση μας αυτή είναι σίγουρα καρμική. Βλέποντας πως ασκείσαι εδώ και χίλια χρόνια, θέλω να ρωτήσω την άποψη σου για κάποιο θέμα. Τι λες;"
Χαρούμενη η αράχνη που της παρουσιάσθηκε ο Βούδας, συμφώνησε να απαντήσει!
Τότε είπε ο Βούδας: "Τι είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο;"
Αφού σκέφθηκε λίγο η αράχνη, του απάντησε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, είναι αυτό που δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε και αυτό που έχουμε ήδη χάσει".
Αφού την άκουσε ο Βούδας, έγνεψε και έφυγε.

Με αυτά και αυτά, περάσαν χίλια χρόνια ακόμη. Η αράχνη συνέχισε την άσκηση στην κατοικία της στο δοκάρι του ναού και στο μεσοδιάστημα, η πνευματική της πρόοδος ήταν ακόμα πιο μεγάλη. Ο Βούδας για άλλη μια φορά επέστρεψε στον ναό, και ξαναμίλησε στην αράχνη λέγοντας της: "Βλέπω πως είσαι ακόμα καλά. Το ερώτημα που σου έθεσα πριν χίλια χρόνια, μήπως το σκέφτηκες καθόλου;". Η αράχνη όμως για άλλη μια φορά είπε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, είναι αυτό το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε και αυτό το οποίο έχουμε ήδη χάσει".
"Σκέψου το καλά και εγώ θα ξαναρθώ να το συζητήσουμε", απάντησε ο Βούδας και έφυγε.

Για άλλη μια φορά χίλια χρόνια περάσαν και άξαφνα μια θυελλώδη μέρα, ο άνεμος φύσηξε και εναπόθεσε μια δροσοσταλίδα πάνω στον ιστό της αράχνης. Κοιτάζοντας η αράχνη την δροσοσταλίδα αυτή και βλέποντας το φως που ιρίδιζε μέσα από την διάφανη της μορφή, θαύμασε πόσο όμορφη είναι και στην καρδιά της γεννήθηκε ο έρωτας. Κάθε μέρα στην θέα της η αράχνη ένιωθε χαρά και από αυτές τις τρεις χιλιάδες χρόνια που περάσαν, αυτές ήταν οι πιο χαρούμενες μέρες!
Ξαφνικά όμως ο μεγάλος άνεμος ξαναπήρε την στάλα αυτή μακριά από τον ιστό. Στην στιγμή, η αράχνη ένιωσε την απώλεια και με αυτήν ήρθε ο πόνος της μοναξιάς και η στεναχώρια. Τότε της επανεμφανίσθηκε ο Βούδας ο οποίος για άλλη μια φορά την ρώτησε: "Αράχνη, αυτά τα χίλια χρόνια σου είχα αναθέσει να σκεφτείς ένα ερώτημα: Ποιο είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο;"
Η αράχνη φέρνοντας την δροσοσταλίδα στο μυαλό της, και αυτή την φορά του απάντησε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στο κόσμο είναι αυτό που δεν μπορούμε ποτέ να αποκτήσουμε και εκείνο το οποίο έχουμε ήδη χάσει".
Αφού άκουσε ο Βούδας της είπε: "Πολύ καλά. Αφού αυτό είναι που πιστεύεις, θα σου επιτρέψω να πας και περπατήσεις στον κόσμο των ανθρώπων."

Έτσι, η αράχνη ξαναγεννήθηκε στην αυλή του αυτοκράτορα ως η κόρη ενός πλούσιου ευγενούς. Οι γονείς της την ονόμασαν Αραχνούλα. Τα χρόνια περάσαν μέσα σε μια στιγμή και η μικρή Αραχνούλα μεγάλωσε και έγινε μια πανέμορφη και γοητευτική δεκαεξάχρονη κοπέλα με πολλές χάρες.
Μια μέρα ο αυτοκράτορας αποφάσισε να κάνει μια γιορτή για να τιμήσει τον νέο του σύμβουλο, τον Δρόσο. Στην συγκέντρωσε παρευρέθησαν πολλές κοπέλες, μαζί τους η Αραχνούλα όπως και η πριγκίπισσα Θύελλα, η κόρη του αυτοκράτορα. Ο σύμβουλος Δρόσος κατά την διάρκεια της συγκέντρωσης απήγγειλε κλασσικά ποιήματα επιδεικνύοντας μεγάλο ταλέντο και δεν υπήρξε ούτε μια κοπέλα που να ήταν εκεί και η οποία να μην συγκινήθηκε. Όμως η Αραχνούλα ούτε για μια στιγμή δεν φοβήθηκε τον ανταγωνισμό και δεν ένιωσε άγχος γιατί ήξερε, πως αυτός ο νέος ήταν το μέλλον το οποίο της είχε τάξει ο Βούδας.

Μερικές μέρες αργότερα -τελείως απρόσμενα- εκεί που η Αραχνούλα συνόδευε την μητέρα της στον ναό για να πάει να προσευχηθεί και να ανάψει θυμίαμα, να σου και ο Δρόσος με την μητέρα του! Όταν οι δυο μητέρες τελείωσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, πήγαν λίγο παράμερα και αρχίσανε να κουβεντιάζουν και η Αραχνούλα με τον Δρόσο που στεκόντουσαν στον διάδρομο αρχίσαν την δική τους κουβέντα. Η Αραχνούλα ήταν πολύ χαρούμενη μιας και επιτέλους μπορούσε να είναι μαζί με τον άνθρωπο που τόσο πολύ είχε ποθήσει, όμως ο Δρόσος δεν έδειχνε σημάδια να συμμερίζεται το ενδιαφέρον. Τότε η Αραχνούλα είπε στον Δρόσο: "Θα θυμάσαι βέβαια 16 χρόνια πριν, όλα αυτά που συνέβησαν πάνω στο ιστό μέσα στον ναό!"
Ακούγοντας ο Δρόσος σάστισε και είπε προς την Αραχνούλα: "Δεσποινίς Αραχνούλα, είστε πολύ όμορφη και πολύ συμπαθητική, όμως η φαντασία σας είναι υπερβολική". Αφού είπε αυτά αποχώρησε μαζί με την μητέρα του.
Η Αραχνούλα επέστρεψε σπίτι της, και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της πώς γίνεται ο Βούδας που οργάνωσε αυτή την κοινή μοίρα για τους δύο τους, δεν επέτρεψε στον δρόσο να θυμάται όσα συνέβησαν στον ιστό στην προηγούμενη τους ζωή. Γιατί ο Δρόσος δεν αισθάνεται το παραμικρό για μένα;

Μερικές ημέρες αργότερα, ο αυτοκράτορας τους συγκέντρωσε και εξήγγειλε τα σχέδια του για τον σύμβουλο Δρόσο, να παντρευτεί την κόρη του Θύελλα και για την Αραχνούλα να πάρει τον διάδοχο του θρόνου, πρίγκηπα Γρασίδι για άντρα της. Η είδηση αυτή ήρθε σαν αστραπή εν αιθρία! Όσο και να το σκεφτόταν δεν μπορούσε να καταλάβει πως μπόρεσε ο Βούδας να της το κάνει αυτό. Τις επόμενες μέρες ούτε έτρωγε, ούτε έπινε αλλά είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Το πνεύμα ήταν έτοιμο να εγκαταλείψει το σώμα της και ήταν στο κατώφλι του θανάτου, όταν ο πρίγκηπας Γρασίδης το πληροφορήθηκε και ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πέφτοντας στα πόδια του κρεβατιού της, είπε στην ετοιμοθάνατη Αραχνούλα: "Την μέρα εκείνη που γιορτάζαμε στους κήπους,  ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια που είχαν παρευρεθεί, εσένα ξεχώρισα και με την πρώτη ματιά σε ερωτεύθηκα. Για πολλές μέρες παρακάλεσα τον πατέρα να επιτρέψει την ένωση μας και στο τέλος αυτός δέχθηκε. Αν τώρα εσύ πεθάνεις, τότε και για μένα δεν έχει νόημα αυτή η ζωή" και λέγοντας αυτά έπιασε το ξίφος του έτοιμος να κόψει τον λαιμό του.

Την στιγμή εκείνη ακριβώς ο Βούδας ήρθε και προς το πνεύμα της Αραχνούλας που ήταν έτοιμο να εγκαταλείψει το σώμα της, είπε: "Αράχνη, αναρωτήθηκες ποτέ, ποίος ήταν αυτός που έφερε στο ιστό σου την δροσοσταλίδα (τον Δρόσο); Ήταν ο άνεμος (η πριγκίπισσα Θύελλα) που τον έφερε, και στο τέλος ήταν η ίδια Θύελλα που τον πήρε μακριά σου. Ο Δρόσος ανήκει στην πριγκίπισσα Θύελλα και οι στιγμές που ζήσατε ήταν μονάχα ένα μικρό συμβάν στην δική σου ζωή. Ο διάδοχος Γρασίδης όμως, ήταν κάποτε ένα μικρό αγριόχορτο μπροστά στην πόρτα του ναού, που για τρεις χιλιάδες χρόνια σε κοιτούσε, και για αυτές τις τρεις χιλιάδες χρόνια σε λάτρεψε. Όμως ποτέ εσύ δεν έσκυψες το κεφάλι σου να κοιτάξεις προς το μέρος του. Αράχνη, ήρθα ξανά να σε ρωτήσω ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο."

Όταν άκουσε η Αράχνη την αλήθεια, αμέσως κατάλαβε και προς τον Βούδα τότε είπε: "Το πιο πολύτιμο πράγμα στο κόσμο δεν είναι αυτό που έχασες, ούτε αυτό που ποτέ δεν θα αποκτήσεις. Το πιο πολύτιμο πράγμα είναι να μπορείς να βλέπεις την ευτυχία στο τώρα". Μόλις ολοκλήρωσε την κουβέντα της, ο Βούδας έφυγε και το πνεύμα της Αραχνούλας επέστρεψε στο σώμα της. Ανοίγοντας τα μάτια της, είδε τον πρίγκηπα Γρασίδη που ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει και απομακρύνοντας το ξίφος μακριά από τα χέρια του τον αγκάλιασε...

从前,有一座圆音寺,每天都有许多人上香拜佛,香火很旺。在圆音寺庙前的横梁上有个蜘蛛结了张网,由于每天都受到香火和虔诚的祭拜的熏托,蛛蛛便有了佛性。经过了一千多年的修炼,蛛蛛佛性增加了不少。

   忽然有一天,佛主光临了圆音寺,看见这里香火甚旺,十分高兴。离开寺庙的时候,不轻易间地抬头,看见了横梁上的蛛蛛。佛主停下来,问这只蜘蛛:“你我相见总算是有缘,我来问你个问题,看你修炼了这一千多年来,有什么真知拙见。怎么样?”蜘蛛遇见佛主很是高兴,连忙答应了。佛主问到:“世间什么才是最珍贵的?”蜘蛛想了想,回答到:“世间最珍贵的是‘得不到’和‘已失去’。”佛主点了点头,离开了。

   就这样又过了一千年的光景,蜘蛛依旧在圆音寺的横梁上修炼,它的佛性大增。一日,佛主又来到寺前,对蜘蛛说道:“你可还好,一千年前的那个问题,你可有什么更深的认识吗?”蜘蛛说:“我觉得世间最珍贵的是‘得不到’和‘已失去’。”佛主说:“你再好好想想,我会再来找你的。”

  又过了一千年,有一天,刮起了大风,风将一滴甘露吹到了蜘蛛网上。蜘蛛望着甘露,见它晶莹透亮,很漂亮,顿生喜爱之意。蜘蛛每天看着甘露很开心,它觉得这是三千年来最开心的几天。突然, 又刮起了一阵大风,将甘露吹走了。蜘蛛一下子觉得失去了什么,感到很寂寞和难过。这时佛主又来了,问蜘蛛:“蜘蛛这一千年,你可好好想过这个问题:世间什么才是最珍贵的?”蜘蛛想到了甘露,对佛主说:“世间最珍贵的是‘得不到’和‘已失去’。”佛主说:“好,既然你有这样的认识,我让你到人间走一朝吧。”

  就这样,蜘蛛投胎到了一个官宦家庭,成了一个富家小姐,父母为她取了个名字叫蛛儿。一晃,蛛儿到了十六岁了,已经成了个婀娜多姿的少女,长的十分漂亮,楚楚动人。

   这一日,新科状元郎甘鹿中士,皇帝决定在后花园为他举行庆功宴席。来了许多妙龄少女,包括蛛儿,还有皇帝的小公主长风公主。状元郎在席间表演诗词歌赋,大献才艺,在场的少女无一不被他折倒。但蛛儿一点也不紧张和吃醋,因为她知道,这是佛主赐予她的姻缘。

   过了些日子,说来很巧,蛛儿陪同母亲上香拜佛的时候,正好甘鹿也陪同母亲而来。上完香拜过佛,二位长者在一边说上了话。蛛儿和甘鹿便来到走廊上聊天,蛛儿很开心,终于可以和喜欢的人在一起了,但是甘鹿并没有表现出对她的喜爱。蛛儿对甘鹿说:“你难道不曾记得十六年前,圆音寺的蜘蛛网上的事情了吗?”甘鹿很诧异,说:“蛛儿姑娘,你漂亮,也很讨人喜欢,但你想象力未免丰富了一点吧。”说罢,和母亲离开了。

   蛛儿回到家,心想,佛主既然安排了这场姻缘,为何不让他记得那件事,甘鹿为何对我没有一点的感觉?   几天后,皇帝下召,命新科状元甘鹿和长风公主完婚;蛛儿和太子芝草完婚。这一消息对蛛儿如同晴空霹雳,她怎么也想不同,佛主竟然这样对她。几日来,她不吃不喝,穷究急思,灵魂就将出壳,生命危在旦夕。太子芝草知道了,急忙赶来,扑倒在床边,对奄奄一息的蛛儿说道:“那日,在后花园众姑娘中,我对你一见钟情,我苦求父皇,他才答应。如果你死了,那么我也就不活了。”说着就拿起了宝剑准备自刎。

   就在这时,佛主来了,他对快要出壳的蛛儿灵魂说:“蜘蛛,你可曾想过,甘露(甘鹿)是由谁带到你这里来的呢?是风(长风公主)带来的,最后也是风将它带走的。甘鹿是属于长风公主的,他对你不过是生命中的一段插曲。而太子芝草是当年圆音寺门前的一棵小草,他看了你三千年,爱慕了你三千年,但你却从没有低下头看过它。蜘蛛,我再来问你,世间什么才是最珍贵的?”蜘蛛听了这些真相之后,好象一下子大彻大悟了,她对佛主说:“世间最珍贵的不是‘得不到’和‘已失去’,而是现在能把握的幸福。”刚说完,佛主就离开了,蛛儿的灵魂也回位了,睁开眼睛,看到正要自刎的太子芝草,她马上打落宝剑,和太子深深的抱着……